(τινός τινι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔφελξις — a dragging after fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφελξη — η (Α ἔφελξις) [εφέλκω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα αρχ. η τοποθέτηση σε σειρά … Dictionary of Greek